ἐνθαλαττεύων

ἐνθαλαττεύων
ἐν-θαλασσεύω
to be at sea
pres part act masc nom sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ενθαλασσεύω — ἐνθαλασσεύω και αττ. τ. ἐνθαλαττεύω (Α) 1. ζω μέσα στη θάλασσα, είμαι θαλάσσιος 2. είμαι, βρίσκομαι στη θάλασσα, πλέω, ταξιδεύω 3. μτφ. βρίσκομαι σε αμηχανία συναντώντας δύσκολες περιστάσεις, πελαγώνω («ἐνθαλαττεύων τε [ο ανθρώπινος νους]… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”